ἐπαμφοτερίζει

ἐπαμφοτερίζει
ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres ind mp 2nd sg
ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres ind act 3rd sg
ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres ind mp 2nd sg
ἐπαμφοτερίζω
to be double
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επαμφοτερής — ἐπαμφοτερής, ές (Α) αυτός που επαμφοτερίζει, που είναι άλλοτε με το μέρος τού ενός, άλλοτε με το μέρος τού άλλου, ο διπρόσωπος. Ο Κόντος θεωρεί τον τύπο ανελλήνιστο και διορθώνει: έπαμφοτεριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμφότερος] …   Dictionary of Greek

  • θατεράληπτος — θατεράληπτος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί να εκληφθεί με άλλη σημασία, που μπορεί να παρερμηνευθεί εύκολα 2. αυτός που επαμφοτερίζει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, που δεν είναι σταθερός στην πίστη ή στη γνώμη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάτερος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”